- ἀμίαντος
- ἀμίαντος, ον (μιαίνω ‘to defile’; Pind. et al.; Wsd.; TestJos 4:6; JosAs 15:14 cod. A [p. 62, 17 Bat.]; 2 Macc., Philo; PGM 4, 289) undefiled only fig. (Pla., Leg. 6, 777e; Plut., 529 [Nic. 9, 5] al.), pure in relig. and moral sense.ⓐ of things κοίτη ἀ. (parall. τίμιος γάμος; cp. Kaibel 204, 13 [I B.C.]; Plut., Numa 66 [9, 5]; Wsd 3:13) Hb 13:4; w. καθαρός (Cornutus 20 p. 36, 9; Plut., Per. 173 [39, 2], Mor. 383b; 395e; Jos., Bell. 6, 99; TestJos 4:6): θρησκεία ἀ. Js 1:27 (cp. Wsd 4:2). σάρξ Hs 5, 7, 1 (cp. Wsd 8:20 σῶμα ἀ.); w. ἁγνός: βάπτισμα 2 Cl 6:9; χεῖρες ἀ. 1 Cl 29:1; w. καθαρός, ἄκακος: μετάνοια Hm 2:7; w. ἄσπιλος: σάρξ Hs 5, 6, 7; w. ἄφθαρτος and ἀμάραντος: κληρονομία 1 Pt 1:4.—Subst. ὁ ἀμίαντος asbestos (cp. deStrycker p. 112, n. 4).ⓑ of pers.: w. ὅσιος, ἄκακος of Christ Hb 7:26. τὰς θυγατέρας τῶν Ἑβραίων τὰς ἀ. GJs 6:1; 7:2; τὰς παρθένους τὰς ἀ. 10:1; of Mary ἀ. τῷ θεῷ 10:1.—DELG s.v. μιαίνω. M-M. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.